Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ παλιά, ήταν Μεγάλη Πέμπτη, όταν μια καλή γιαγιά έπλασε κι έψησε εφτά κουτσούνες, πριν αρχίσει να βάφει κόκκινα τα αυγά. Τις ήθελε για να τις χαρίσει στα εγγονάκια της. Οι εφτά ζυμαρένιες κούκλες είχαν όλες σχήμα κοριτσιού, αλλά δεν βγήκαν όλες ίδιες αφού πλάστηκαν στο χέρι. Κάθε μία είχε και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Κανείς δεν ξέρει πώς αυτές οι εφτά αδελφές, όπως τις έβαλε η γιαγιά σε ένα καλαθάκι και έφυγε βιαστική για την εκκλησία, να προλάβει τη Σταύρωση, ζωντάνεψαν. Περπατούσαν, μιλούσαν, φόρεσαν ρούχα και παπούτσια από κούκλες κι ενώ είχαν ζυμωθεί και ψηθεί για να γίνουν δώρο στα παιδιά μαζί με τη λαμπάδα το βράδυ της Ανάστασης, αυτές είχαν άλλα στο μυαλό τους.
1
«Δε θα μείνουμε εδώ» είπε η πιο ψηλή «να κάνουμε παρέα στα κουλούρια και στα αυγά»
«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε η πιο παχουλή. «Θα πάμε να δούμε την Ανάσταση…εκεί που πετάνε τα αερόστατα της Λαμπρής».
«Τι;» ρώτησε η πιο σοβαρή. Η πιο μικροκαμωμένη τους είπε πως άκουσε την κυρά που τις ζύμωνε που έλεγε για τα αερόστατα αυτά. Τα φτιάχνουν τα παιδιά. «Θα είναι υπέροχα! Να πάμε;» « Να πάμε! Ξεκινάμε».
Δεν έχασαν καιρό, ξεκίνησαν αμέσως. Όμως είχαν πολύ δρόμο να κάνουν! Κι αυτές δεν ήταν πάρα εφτά ζυμαρένιες κούκλες. Περπατούσαν, περπατούσαν μέχρι που κουράστηκαν πολύ. Η πιο μικροκαμωμένη άρχισε τότε να τους λέει ιστορίες για τα αερόστατα της Λαμπρής και έτσι δε σκέφτονταν την κούρασή τους. Έλεγε, έλεγε μέχρι που ξαφνικά είδαν μπροστά τους ένα ορμητικό ποτάμι!
«Ώστε μέχρι εδώ ήταν. Απέναντι δεν μπορούμε να περάσουμε» είπε η σοβαρή κι όλες στεναχωρήθηκαν.
«Δεν υπάρχει καμιά λύση;» ρώτησε η πιο παχουλή.
Η Μακρυχέρα τότε πετάχτηκε και πρότεινε «Να βάλουμε εκείνο το κούτσουρο σα γέφυρα και να περάσουμε απέναντι».
Δεν ήταν εύκολο. Όλες προσπαθούσαν αλλά δεν κατάφερναν να το βάλουν κάθετα στο ποτάμι. « Θα τα καταφέρουμε. Προσπαθήστε περισσότερο» έλεγε η Χαμογελαστή και πράγματι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Τελικά, με πολύ κόπο, τα κατάφεραν κι άρχισαν μια μια να περνούν απέναντι. Τελευταία έμεινε η Μικροκαμωμένη. Ήταν τόσο λεπτή που δεν ανησυχούσαν μήπως σπάσει το κλαδί. Όταν όμως είχε φτάσει στη μέση, ένα ορμητικό ρεύμα ήρθε και χτύπησε το κούτσουρο. Ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα, προσπάθησε να ισορροπήσει αλλά δεν υπήρχε κάτι να κρατηθεί. Με απελπισία φώναξε «Βοήθεια» κι έπεσε στο νερό. Οι άλλες της φώναζαν να κρατηθεί από τα κλαδιά που ήταν εκεί δίπλα μα δεν πρόλαβε! Το νερό την παρέσυρε. Όπως χτυπούσε στις πέτρες έλιωνε μέχρι που διαλύθηκε σα σκόνη στο νερό. Οι έξι κουτσούνες που είχαν απομείνει στην αντίπερα όχθη έκλαιγαν απαρηγόρητες. Μια έλεγε πως δεν έπρεπε να είχαν ξεκινήσει κι άλλη έλεγε πως αφού ήταν ζυμαρένιες πώς πίστεψαν ότι θα τα καταφέρουν; Η Αυστηρή τότε πρότεινε να μείνουν για πάντα εκεί να κλαίνε! Η Χαμογελαστή, που δεν χαμογελούσε πια, είχε άλλη άποψη: «Πάμε να φύγουμε από αυτό το μέρος όπου χάθηκε η αδελφή μας!»
Αν νομίζεις ότι ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ από εκεί, διάβασε την καρτέλα 2
Αν νομίζεις ότι ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ εκεί, διάβασε την καρτέλα 3
2
Η ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΗ ΤΟΥΣ ΕΞΗΓΗΣΕ
Ότι εκεί κινδύνευαν από τα ορμητικά ρεύματα. Τις έπεισε και ξεκίνησαν. Είχαν χάσει όλες της φωνή τους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε συμβεί. Ήταν όλες μαζί, ήταν όλες αγαπημένες, είχαν βρει τη λύση για να ξεπεράσουν το εμπόδιο. Όλα ήταν τέλεια, όταν ξαφνικά η Μικροκαμωμένη έπεσε στο νερό. Πώς έγινε αυτό; Δεν μπορούσαν να το καταλάβουν! «Ελάτε, μιλήστε μου. Έχει πια βραδιάσει. Αύριο θα είναι Μεγάλη Παρασκευή. Τι θα κάνουμε; Δεν μπορούμε να περπατάμε άσκοπα στο δάσος». «Και πού να πάμε;» ακούστηκε ψιθυριστή η φωνή της Παχουλής.
Αν νομίζεις πως τελικά ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΤΟΥΝ ΤΑ ΑΕΡΟΣΤΑΤΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ, πήγαινε στην καρτέλα 6.
Αν νομίζεις πως έπρεπε να ΓΥΡΙΣΟΥΝ ΠΙΣΩ, στο καλάθι με τα κουλούρια και τις λαμπάδες, πήγαινε στην καρτέλα 5.
Αν νομίζεις πως όπως περπατούσαν ΣΚΕΦΤΗΚΑΝ ΤΙ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΙ ΘΥΜΩΣΑΝ Η ΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΚΙ ΕΤΣΙ Η ΚΑΘΕΜΙΑ ΤΡΑΒΗΞΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ, πήγαινε στην καρτέλα 4.
3
Η ΑΥΣΤΗΡΗ ΗΤΑΝ Η ΜΟΝΗ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΣΕ
να μιλήσει μέσα στα αναφιλητά της. Έλεγε πως δεν ήταν παρά εφτά ζυμαρένιες κουτσούνες και πως δεν είχαν τη δύναμη να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Επέμενε να μείνουν εκεί, να κλαίνε για τη χαμένη αδελφή τους. Οι άλλες δεν πίστευαν πως αυτό που είχαν δει με τα μάτια τους είχε συμβεί αληθινά. «Δεν μπορεί η αδελφή μας να διαλύθηκε στο νερό. Δεν θα είδαμε καλά. Θα μας έχει κρυφτεί» κατάφερε να ψιθυρίσει η Μεγαλομάτα. Κι η Ψηλή βρήκε το κουράγιο και συμπλήρωσε: «Είναι ένα κακό όνειρο και όταν ξυπνήσουμε θα είμαστε όλες μαζί και θα ξεκινήσουμε και πάλι την πορεία μας!». Η Αυστηρή επέμενε πως ό,τι έπαθαν το έπαθαν γιατί δεν έπρεπε ποτέ να φανταστούν ότι μπορούσαν να δουν τα αερόστατα της Λαμπρής και πως έπρεπε να μείνουν εκεί που χάθηκε η αδελφή τους. «Να κάνουμε τι;» ακούστηκε ψιθυριστή η φωνή της Παχουλής.
Αν νομίζεις πως ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΛΑΙΝΕ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΛΙΩΣΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΟΧΗ Ή ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΜΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ, πήγαινε στην καρτέλα 11.
Αν νομίζεις πως ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΤΙ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΤΙ ΕΦΤΑΙΓΕ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ Η ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥΣ, πήγαινε στην καρτέλα 10.
4
ΕΙΧΕ ΠΙΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.
Αυτές περπατούσαν άσκοπα στο δάσος, όταν άκουσαν την καμπάνα να χτυπά λυπητερά. Κλάματα ήρθαν πάλι στα μάτια τους. «Για όλα αυτοί οι άνθρωποι φταίνε» είπε η Αυστηρή και η Παχουλή ρώτησε: «Και για το χαμό της αδελφής μας;» «Να είσαι σίγουρη πως και γι’ αυτό» της απάντησε η Μεγαλομάτα. «Αν είχαν φτιάξει ένα γεφύρι δε θα είχε σωθεί η αδελφή μας;» «Φυσικά! Όμως οι άνθρωποι δεν προνοούν για τίποτα». «Δεν είναι μόνο αυτό. Οι άνθρωποι σκέφτονται μόνο σαν άνθρωποι και δεν υπολογίζουν και τα άλλα πλάσματα. Εμείς όμως τι κάναμε;» «Κάποια από εμάς πρότεινε την ιδέα να κάνουμε το κούτσουρο γέφυρα» παρατήρησε η Μακρυχέρα και δεν άργησε να ξεσπάσει μεταξύ τους καβγάς. Η μια έριχνε τις ευθύνες στην άλλη. Οι φωνές τους ακούγονταν σε όλο το δάσος. Θύμωσαν τόσο πολύ που αποφάσισαν να χωρίσουν και η κάθε μία τράβηξε το δρόμο της.
Αν πιστεύεις πως, όπως χώρισαν, ΚΑΘΕΜΙΑ ΘΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΣΕ ΤΙ ΕΦΤΑΙΞΕ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΦΤΑΙΓΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ Η ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥΣ, πήγαινε στην καρτέλα 10.
Αν πιστεύεις πως, όπως χώρισαν, ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ ΠΩΣ ΚΑΜΙΑ ΔΕΝ ΕΦΤΑΙΓΕ ΚΑΙ ΓΥΡΙΣΑΝ ΓΡΗΓΟΡΑ ΝΑ ΒΡΟΥΝ Η ΜΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, πήγαινε στην καρτέλα 9.
5
ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΟΥΝ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
της επιστροφής. Είχε ξημερώσει πια Μεγάλη Παρασκευή. Άκουσαν την καμπάνα να χτυπά λυπητερά και κλάματα ήρθαν πάλι στα μάτια τους. «Γιατί να είμαστε από ζυμάρι; Γιατί να είμαστε φτιαγμένες μόνο για να γίνουμε δώρο μαζί με τη λαμπάδα;» θύμωσαν πολύ για την ίδια τη φύση τους. Είχαν καταλάβει πως το ζυμαρένιο κορμάκι τους θα τις πρόδιδε ό,τι κι αν ήθελαν να κάνουν πέρα από το να περιμένουν τα παιδιά να τις πάρουν από το καλάθι! «Έχω μια ιδέα» είπε τότε η Χαμογελαστή: «Μόλις τα παιδιά μας πάρουν στα χέρια τους θα τους πούμε για τα αερόστατα και αυτά θα μας πάνε!» «Μην ακούω ανοησίες» απάντησε η κουτσούνα με τα μεγάλα μάτια. «Είμαστε όλες θυμωμένες και στεναχωρημένες. Θα καθίσουμε ήσυχα-ήσυχα στο καλαθάκι μας κι ούτε κουβέντα για τα αερόστατα μέχρι να βρούμε τι και ποια έφταιξε».
ΑΝ ΘΕΩΡΕΙΣ ΣΩΣΤΗ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΗΣ, πήγαινε στην καρτέλα 8.
ΑΝ ΘΕΩΡΕΙΣ ΣΩΣΤΗ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΤΑΣ, πήγαινε στην καρτέλα 9.
6
«ΤΙ ΡΩΤΑΣ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΜΕ; ΓΙΑ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ;
Ε, λοιπόν εκεί θα πάμε, εκεί που πετούν τα αερόστατα της Λαμπρής. Κι η αδερφή μας που χάθηκε αυτό θα ήθελε να κάνουμε κι όχι να γυρίσουμε πίσω!». Ήταν θυμωμένες για ό,τι τους είχε συμβεί. Θυμωμένες πολύ. Και στεναχωρημένες. Όμως αν πετύχαιναν το στόχο που είχαν θέσει όταν είχαν ξεκινήσει, θα ένιωθαν όλες καλύτερα. Το πείσμα τους έδινε δύναμη. Αν έφταναν και έβλεπαν τα αερόστατα, θα είχαν την εντύπωση πως η αδελφή τους δεν είχε χαθεί άδικα. Προχώρησαν λοιπόν αλλά τα πληγωμένα πόδια τους δεν τις βαστούσαν. Κινδύνευαν να μείνουν εκεί μέσα στο δάσος και να λιώσουν στην πρώτη βροχή. Τότε η χαμογελαστή θυμήθηκε τη Μικροκαμωμένη και άρχισε να τους λέει ιστορίες για να ξεχνιούνται και να προχωρούν αδιαφορώντας για τον πόνο. Η πιο σοβαρή όμως της είπε: «Ώστε θα μας παρασύρεις να συνεχίσουμε και έτσι θα χαθούμε όλες! Πρέπει να βρούμε ποιος θα μας βοηθήσει. Μόνες δεν μπορούμε και είναι φανερό». «Μα ποιος θα μας βοηθήσει;» ρώτησε η Παχουλή; « Τα παιδιά!»
Αν πιστεύεις ότι ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΗΡΑΝ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΣΑΝ ΜΟΝΕΣ ΤΟ ΠΕΡΠΑΤΗΜΑ, πήγαινε στην καρτέλα 7.
Αν πιστεύεις ότι ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΖΗΤΗΣΟΥΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ, πήγαινε στην καρτέλα 8.
7
ΠΡΟΧΩΡΗΣΑΝ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.
Έτσι ξέχασαν και τον πόνο στα πόδια. Με την ιδέα να ζητήσουν βοήθεια από τα παιδιά δεν συμφώνησε καμία. Όταν έφτασαν στην κορυφή του λόφου κι είδαν από μακριά τη μικρή πολιτεία στάθηκαν. Τα πόδια τους είχαν σχεδόν λιώσει, αλλά είχαν φτάσει. Από εκεί θα άκουγαν την καμπάνα να χτυπά χαρούμενα την Ανάσταση και θα έβλεπαν τα αερόστατα της Λαμπρής να ανεβαίνουν στον ουρανό. Στον ουρανό, που όμως είχε αρχίσει και γέμιζε με σύννεφα. «Κι αν βρέξει;» ρώτησε η πιο παχουλή. «Έπρεπε να μας γίνει μάθημα αυτό που έπαθε η αδελφή μας» διαπίστωσε η πιο σοβαρή. «Τι θα κάνουμε;»
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΤΙ ΕΓΙΝΕ, πήγαινε στην καρτέλα 12.
8
ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΓΥΡΙΣΑΝ ΚΑΙ ΒΡΗΚΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ.
Κι αυτά που ξέρουν ότι στα παραμύθια όλα μπορούν να συμβούν δεν παραξενεύτηκαν καθόλου που άκουσαν κούκλες να τους μιλούν. Και τι κούκλες! Από ζυμάρι. Πιο πολύ τα παραξένεψαν αυτά που έλεγαν για τα αερόστατα. Δεν έχασαν λοιπόν καιρό, τις πήραν αγκαλιά και ξεκίνησαν για τον τόπο όπου πετούν τα αερόστατα της Λαμπρής. Έφτασαν ψηλά στο λόφο από όπου φαινόταν η εκκλησία. Δεν είχαν παρά να περιμένουν την καμπάνα να χτυπήσει Ανάσταση. «Καλά είναι εδώ;» ρώτησαν τα παιδιά. Θυμήθηκαν τότε οι κουτσούνες την αδελφή τους τη Μικροκαμωμένη που τους έλεγε πώς φτιάχνουν τα αερόστατα και πώς τα κάνουν να πετούν. Ήθελαν τόσο να δουν όλα αυτά που εκείνη τους είχε πει. Ένιωθαν ότι έτσι θα ένιωθαν και την αδελφή τους μαζί τους. «Μπορείτε να μας πάτε πιο κοντά;» είπα στα παιδιά.
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΤΙ ΕΓΙΝΕ, πήγαινε στην καρτέλα 13.
9
ΌΠΩΣ ΟΙ ΚΟΥΤΣΟΥΝΕΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
όλες μαζί αγκαλιασμένες, γύρισαν στο σπίτι και μπήκαν στο καλάθι τους. Η άδεια θέση της αδελφής τους τις έκανε να δακρύσουν. «Δεν είναι μαζί μας πια» είπε η Σοβαρή. «Είναι!» απάντησε η Χαρούμενη. «Στην καρδιά μας, στο μυαλό μας! Είναι εδώ γιατί είμαστε εμείς που τη θυμόμαστε εδώ». «Θα ήταν χαρούμενη να μας έβλεπε να έχουμε γυρίσει πίσω;» ρώτησε η Παχουλή. «Θα ήθελε να έχουμε φτάσει για να δούμε αν όλα αυτά που μας έλεγε είναι αληθινά!» Τότε μπήκε η γιαγιά που τις είχε φτιάξει. Παραξενεύτηκε που ήταν μία λιγότερη κι αμέσως νόμισε πως κάποιο εγγόνι της είχε πάρει μία. Η Μακρυχέρα πήρε την πρωτοβουλία να της εξηγήσει και να της ζητήσει να τις πάει εκεί που πετούν τα αερόστατα τη Λαμπρή. Η γιαγιά παραξενεύτηκε που άκουσε κούκλες να μιλούν. Αποφάσισε όμως να τους κάνει τη χάρη. «Να μας πας κοντά!» ζήτησαν όλες μαζί, καθώς έπαιρνε το καλαθάκι και ξεκινούσε.
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΤΙ ΕΓΙΝΕ, πήγαινε στην καρτέλα 13.
10
ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΕΨΑΞΑΝ, ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΣΚΕΦΤΗΚΑΝ,
όσο κι αν η ψυχούλα τους ήθελε απαντήσεις γιατί πονούσε, απαντήσεις δεν έβρισκαν. Γιατί; Γιατί πολύ απλά απαντήσεις δεν υπήρχαν. Κατάλαβαν λοιπόν ότι στη ζωή δεν υπάρχει πάντα απάντηση σε κάθε γιατί. Η αδελφή τους όμως θα υπήρχε πάντα μέσα τους αν δεν την ξεχνούσαν ποτέ. Και θα χαιρόταν αν έφταναν αυτές και έβλεπαν τα αερόστατα της Λαμπρής. Μόλις το κατάλαβαν αυτό, δεν έχασαν ούτε λεπτό. Ξεκίνησαν και δεν άργησαν να φτάσουν στην κορυφή του λόφου. Από εκεί είδαν από μακριά τη μικρή πολιτεία. Τα πόδια τους είχαν σχεδόν λιώσει, αλλά είχαν φτάσει. Από εκεί θα άκουγαν την καμπάνα να χτυπά χαρούμενα την Ανάσταση και θα έβλεπαν τα αερόστατα της Λαμπρής να ανεβαίνουν στον ουρανό. Στον ουρανό που όμως είχε αρχίσει και γέμιζε με σύννεφα. «Κι αν βρέξει;» ρώτησε η πιο παχουλή. «Έπρεπε να μας γίνει μάθημα αυτό που έπαθε η αδελφή μας». Διαπίστωσε η πιο σοβαρή. «Τι θα κάνουμε τώρα;»
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΤΙ ΕΓΙΝΕ, πήγαινε στην καρτέλα 12.
11
ΕΜΕΙΝΑΝ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΕΚΛΑΙΓΑΝ, ΕΚΛΑΙΓΑΝ
για την αδελφή τους. Είχαν αποφασίσει πως η λύπη δε θα τις άφηνε ποτέ. Κι όμως ο πόνος τους απάλυνε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την ξέχασαν κιόλας. Δύο νύχτες μετά τη θυμήθηκαν όλες βλέποντας το σκοτεινό ουρανό να γεμίζει με πολύχρωμα φωτάκια που ανέβαιναν ψηλά να συναντήσουν τα αστέρια, να τους μεταφέρουν το χαρούμενο μήνυμα της Ανάστασης. Ήταν τα αερόστατα της Λαμπρής, που είχαν ανέβει τόσο ψηλά που τα έβλεπαν κι αυτές που ήταν μέσα από το δάσος. Η κάθε μία διάλεξε κι ένα αερόστατο και το παρακολουθούσε μέχρι να χαθεί στον ουρανό. Ένιωσαν τη χαρά της Ανάστασης να πλημμυρίζει την καρδιά τους και να διώχνει τη λύπη.
ΤΙ ΛΕΣ ΝΑ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ; Διάβασε την καρτέλα 14.
12
«ΟΧΙ, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΑΧΟΥΜΕ.
Πάμε να κρυφτούμε!» φώναξε η πιο ψηλή, αλλά όλες της διαβεβαίωσαν πως δεν υπήρχε περίπτωση βροχής. «Λίγα σύννεφα είναι. Μην πηγαίνει συνέχεια το μυαλό σου στο κακό επειδή η Μικροκαμωμένη έλιωσε στο νερό». Ώσπου να τα πουν αυτά χτύπησε η καμπάνα την Ανάσταση. Όλοι οι άνθρωποι χαρούμενοι φιλήθηκαν κι άρχισαν να ανάβουν τα αερόστατα. Σε λίγο ο σκοτεινός ουρανός γέμισε πολύχρωμα φωτάκια που ανέβαιναν ψηλά να συναντήσουν τα αστέρια, να τους μεταφέρουν το χαρούμενο μήνυμα της Ανάστασης. Η κάθε μία διάλεξε κι ένα αερόστατο και το παρακολουθούσε μέχρι να χαθεί στον ουρανό. Ένιωσαν τη χαρά της Ανάστασης να πλημμυρίζει την καρδιά τους και να διώχνει τη λύπη.
ΤΙ ΛΕΣ ΝΑ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ; Διάβασε την καρτέλα 14.
13
ΠΛΗΣΙΑΣΑΝ ΠΟΛΥ ΚΑΙ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΑΝΑΜΕΣΑ
στα αερόστατα. Παιδιά τα προετοίμαζαν για να πετάξουν στον ουρανό. Μόλις χτύπησε η καμπάνα την Ανάσταση τα άναψαν. Ο ζεστός αέρας θα τα ανέβαζε στον ουρανό. «Να μπορούσε να ταξιδεύαμε μαζί τους!» είπε η πιο ψηλή. «Αν μπεις μέσα, το αερόστατο δε θα πετάξει. Ενώ αν το κοιτάς θα πετάξεις με την ψυχή σου κι εσύ μαζί του. Με την ψυχή πας όπου θέλεις, όπως ταξιδεύει μαζί μας η αδελφή μας». Σε λίγο ο σκοτεινός ουρανός γέμισε πολύχρωμα φωτάκια που ανέβαιναν ψηλά να συναντήσουν τα αστέρια, να τους μεταφέρουν το χαρούμενο μήνυμα της Ανάστασης. Η κάθε μία διάλεξε κι ένα αερόστατο και το παρακολουθούσε μέχρι να χαθεί στον ουρανό. Ένιωσαν τη χαρά της Ανάστασης να πλημμυρίζει την καρδιά τους και να διώχνει τη λύπη.
ΤΙ ΛΕΣ ΝΑ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ; Διάβασε την καρτέλα 14.
14
ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ
είδαν τα αερόστατα να μπαίνουν σε σχηματισμό. Κι όπως τα παρακολουθούσαν είδαν να σχηματίζεται από τα πολύχρωμα φωτάκια η μορφή της αδερφής τους! Ιδέα τους; Ποιος να ξέρει;
ΓΡΑΨΕ ΕΣΥ ΠΩΣ ΘΕΛΕΙΣ να τελειώσει το παραμύθι.
Δραστηριότητες επέκτασης
Η ιστορία μπορεί να έχει ως καμβά το Πάσχα και τοπικά πασχαλινά έθιμα, όπως οι κουτσούνες και τα αερόστατα της Λαμπρής, το θέμα της όμως είναι η απώλεια και τα στάδια του πένθους.
Πολλές φορές γονείς και εκπαιδευτικοί δεν γνωρίζουν πώς να μιλήσουν στο παιδί για την απώλεια. Όταν μάλιστα αυτό πρέπει να γίνει γιατί το παιδί έχει χάσει κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο, από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον, τότε είναι ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη βοήθειας.
Η λογοτεχνία μπορεί να βοηθήσει. Και φυσικά δεν χρειάζεται να περιμένουμε να υπάρχει κάποιο περιστατικό στην οικογένεια ή στην τάξη μας για να βρούμε ένα σχετικό παραμύθι. Η λογοτεχνία παρέχει στα παιδιά έμμεσες εμπειρίες – και τα εξοικειώνει με θέματα και καταστάσεις που δεν τους έχουν συμβεί. Η αλήθεια είναι πως για το συγκεκριμένο θέμα δεν υπάρχουν πολλά παραμύθια, και από όσα υπάρχουν τα περισσότερα αφορούν την απώλεια παππού ή γιαγιάς. Ο εκπαιδευτικός και ο γονιός χρειάζεται και ενημέρωση από τους ειδικούς. Με τα θέματα αυτά ασχολείται η «Μέριμνα».
Η «Μέριμνα» είναι μία μη κερδοσκοπική εταιρεία η οποία ιδρύθηκε το 1995 με κύριο σκοπό τη φροντίδα παιδιών και οικογενειών που αντιμετωπίζουν μία σοβαρή αρρώστια, μια απώλεια ή το θάνατο. Περισσότερες πληροφορίες για τη φιλοσοφία του Συμβουλευτικού της Κέντρου, βρείτε στην ιστοσελίδα https://merimna.org.gr/wp-content/cache/all/index.html
Στην ιστορία «Οι εφτά κουτσούνες που ήθελαν να δουν τα αερόστατα της Λαμπρής» υπάρχει απώλεια της μίας αδελφής από δυστύχημα. Αυτό από μόνο του μπορεί να προκαλέσει συζήτηση στην τάξη, στην οποία τα παιδιά να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις τους για το θέμα. Ιδέες για δραστηριότητες υπάρχουν πολλές και σίγουρα κάθε νηπιαγωγός που γνωρίζει τους μαθητές της/του μπορεί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει δικές της/του πρωτότυπες.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:
1. Κατασκευή κουτσούνας με ζυμάρι: Χρησιμοποιούμε αλεύρι, αλάτι και νερό σε σωστή αναλογία και τις πλάθουμε. Τις ψήνουμε και …. έτοιμες! Μια κουτσούνα για κάθε παιδί. Μπορούμε να τους δώσουμε κάποια από τα χαρακτηριστικά που έχουν οι εφτά διαφορετικές κουτσούνες της ιστορίας μας. Όταν «ζωντανεύουν» χρησιμοποιούμε υφάσματα για να τις ντύσουμε.
2. Βάζουμε παιδιά να τις «παίξουν» σαν κούκλες κουκλοθέατρου και τους ζητάμε να εκφράσουν τα συναισθήματα που νιώθει η δική τους κουτσούνα για την απώλεια της αδελφής της.
3. Τους δείχνουμε βίντεο ή φωτογραφίες με την Ανάσταση στο Λεωνίδιο, με τα αερόστατα να πετούν στον ουρανό.
4. Ζητούμε από κάθε παιδί να εκφράσει τι νιώθει η κουτσούνα του βλέποντας τα αερόστατα.
5. Συζητάμε για τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας, με ιδιαίτερη έμφαση στις ημέρες της ιστορίας μας, δηλαδή από Μεγάλη Πέμπτη έως Πάσχα.
6. Επιλέγουμε άλλα έθιμα, π.χ. κάψιμο Ιούδα, στολισμός Επιταφίου, πέρασμα κάτω από τον Επιτάφιο, ρουκετοπόλεμο, και ζητάμε από τα παιδιά να σχολιάσουν τι θα ένιωθαν οι κουτσούνες παρακολουθώντας αυτά τα έθιμα.
7. Τα παιδιά μπορούν να πάρουν τις κουτσούνες τους, τις ζυμαρένιες κούκλες τους με το κόκκινο αυγό στο κεφάλι ή στην κοιλιά, μαζί τους διακοπές. Όταν τελειώσουν οι διακοπές οι κουτσούνες μπορούν να γυρίσουν στην τάξη να μας πουν πώς πέρασαν και ποια έθιμα τους έκαναν εντύπωση!
8. Ζητάμε από τα παιδιά, πέρα από το δικό τους τέλος, να φτιάξουν και εντελώς νέες ιστορίες, με περιπέτειες που μπορεί να έζησαν οι κουτσούνες τους. Αν χρειάζεται στις νέες ιστορίες να λάβουν μέρος και άλλοι ήρωες, μπορούμε να τους φτιάξουμε και αυτούς από ζυμάρι και να τους ψήσουμε. Μια καλή ιδέα είναι να εικονογραφήσουμε τις ιστορίες με την τεχνική του κολάζ, βάζοντας σε μεγάλα χαρτόνια τις κουτσούνες και δημιουργώντας γύρω τους έναν εικαστικό περίγυρο.
9. Εμπλέκουμε τα παιδιά σε καταστάσεις, προβληματισμού για το τι θα γινόταν αν ζωντάνευαν κι άλλα αντικείμενα από την παράδοσή μας, π.χ. κόκκινα αυγά, τα λαζαράκια, η κυρά-Σαρακοστή, το μαγιάτικο στεφάνι κ.λπ.
10. Με αφορμή τον αριθμό των κουτσούνων (7) τα παιδιά πραγματοποιούν προσθέσεις και αφαιρέσεις.
11. Παιχνίδια με λέξεις σχετικά με τη Μεγάλη Εβδομάδα.
12. Επιλέγουμε κλασική μουσική για κάθε καρτέλα ανάλογα με τα συναισθήματα που μας προκαλεί.
Περισσότερες πληροφορίες για το έθιμο της Κουτσούνας θα βρείτε στον εκπαιδευτικό φάκελο του Μουσείου Μπενάκη με τίτλο Έθιμα του Πάσχα των Ψαρράκη-Μπελεσιώτη Ν. και Αργυριάδη Ν. που εκδόθηκε το 2001 στην Αθήνα.